-
1 επιθειαζω
1) призывать богов в свидетели, клясться богами2) заклинать богами(μέ ποιεῖν τι Thuc.)
3) вдохнуть божественное начало, придать божественную силу(τῷ λόγῳ Plut.)
; вдохновлять(ἀνθρώποις Plut.)
4) приписывать божественную силу, объявлять божественным знамением(τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὴ φάσματα Plut.)
См. также в других словарях:
επιθειάζω — ἐπιθειάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.) 2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.) 3. εμπνέω 4. προφητεύω 5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις» … Dictionary of Greek