Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τοσαῦτα ἐπιθειάσας

См. также в других словарях:

  • επιθειάζω — ἐπιθειάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.) 2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.) 3. εμπνέω 4. προφητεύω 5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»